λεπτούργημα

λεπτούργημα
το
λεπτοτέχνημα, κομψοτέχνημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτουργῶ. Η λ. μαρτυρείται στον πληθ. λεπτουργήματα από το 1844 στον Ι. Καρασούτσα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λεπτούργημα — το, ατος αντικείμενο κατασκευασμένο με λεπταισθησία, κομψοτέχνημα: Αυτό το λεπτούργημα αξίζει μια περιουσία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λεπτοτέχνημα — το καλλιτέχνημα που είναι επεξεργασμένο με μεγάλη λεπτότητα, λεπτούργημα, κομψοτέχνημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται στον πληθ. λεπτοτεχνήματα από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • φιλιγκράν — το, Ν άκλ. 1. διάτρητο δικτυωτό λεπτούργημα από λεπτά συγκολλημένα πλέγματα χρυσών, αργυρών ή γυάλινων ινών 2. δαντέλα με βελόνα, ισπανικής προέλευσης, η οποία συνδυάζει χρωματιστή και μεταλλική κλωστή 3. είδος μεταλλικού κεντήματος που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”